- ευκέλαιο
- το см. ευχέλαιο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευχέλαιο — ευχέλαιο, το και ευκέλαιο, το το ιερό μυστήριο της εκκλησίας: Το βράδυ θα έχουμε ευχέλαιο στο σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)